- πολυμερές
- πολυμερήςconsisting of many partsmasc/fem voc sgπολυμερήςconsisting of many partsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμερές — το, Ν συν. στον πληθ. τα πολυμερή χημ. βλ. πολυμερής … Dictionary of Greek
μεταχλωράλη — Πολυμερές της χλωράλης, που σχηματίζεται με επίδραση θειικού οξέος. Είναι στερεό κρυσταλλικό σώμα και μπορεί με απόσταξη να δώσει πάλι χλωράλη. Αυτή η διπλή μετατροπή της μ. χρησιμοποιείται στον καθαρισμό τη χλωράλης. * * * η χημ. στερεό… … Dictionary of Greek
στερεοκανονικός — ή, ο, Ν χημ. (για φυσικό ή συνθετικό πολυμερές) 1. αυτός στού οποίου τα μακρομόρια η μονομερής μονάδα επαναλαμβάνεται κατά καθορισμένο τρόπο ως προς τον άξονα τών μακρομορίων 2. φρ. α) «ισοτακτικό στερεοκανονικό πολυμερές» πολυμερές στο οποίο… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
νάιλον — Η γνωστότερη και πιο διαδεδομένη συνθετική ίνα. Ανήκει στην κατηγορία των πολυαμιδικών ινών, οι οποίες ονομάζονται έτσι γιατί στη σύστασή τους μετέχουν αμιδικές ομάδες NH CO . To ν. ανακαλύφθηκε χάρη στις μελέτες του Αμερικανού χημικού Κεράδερς,… … Dictionary of Greek
πολυμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον») 2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς τής γνώσης («πολυμερής κατάρτιση») 3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό… … Dictionary of Greek
σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… … Dictionary of Greek
мъногочастьнъ — (1*) пр. Состоящий из многих частей: аще бо тѣло члч(с)ко многоч(с)тно сыи. не ѿлагаеть ничтоже свои(х). ѹдовъ. но ко всѣмъ ѹдо(м) нерасторгновенно сьединенье имы себѣ есть согл(с)но и мирно. (πολυμερές) ЖВИ XIV–XV, 102б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
κολλωδιοβάμβακας — ο πολυμερές προϊόν) παράγωγο τής κυτταρίνης … Dictionary of Greek